ιδιόβουλος

ιδιόβουλος
ος , ον
1) самовольный;

ιδιόβουλος εγκατάλειψις της εργασίας — самовольный уход с работы;

2) добровольный, сделанный по собственной инициативе;

ιδιόβουλος προσφορά — добровольное пожертвование


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιδιόβουλος" в других словарях:

  • ιδιόβουλος — η, ο 1. αυτός που έχει και ακολουθεί δική του βούληση, ο αυτόβουλος 2. αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, ο οικειοθελής, ο εκούσιος. επίρρ... ιδιοβούλως (Μ ἰδιοβούλως) με τη θέληση κάποιου μσν. σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»